Φτώχεια και Πρόοδος: Συγκρίνοντας τις ΗΠΑ με την Βενεζουέλα

Τι σημαίνει για μια χώρα να ανήκει στον «Τρίτο Κόσμο» εν έτη 2013; Σύμφωνα με τον παραδοσιακό του ορισμό, ο όρος «Τρίτος Κόσμος» αναφέρεται σε εκείνες τις (μη- λευκές) χώρες που αγωνίζονται να αποκτήσουν υψηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και οι οποίες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, βρίσκονται στο περιθώριο της παγκόσμιας οικονομίας. Ωστόσο, από την αρχή της οικονομικής κρίσης κατά το 2007-2008, πολλά από τα οικονομικά προβλήματα των παραδοσιακά φτωχών χωρών, έχουν γίνει ακόμα πιο εμφανή στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Οι κοινωνικό —οικονομικές μάστιγες, όπως  η ακραία φτώχεια, η πείνα και η ανεργία έχουν εκτοξευτεί σε  προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι πολιτικοί και τα μέσα συνεχίζουν να εξαγγέλλουν την οφθαλμαπάτη της οικονομικής ανάκαμψης. Φυσικά θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς για ποιόν προορίζεται αυτή η οικονομική ανάκαμψη… για τους φτωχούς ή για την Wall Street; Επιπλέον, ο κόσμος αναγκάζεται πια να εξετάσει το ερώτημα για τι είδους πρόοδο μιλάμε. Ένας τρόπος για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό είναι μέσω της ανάλυσης των στατιστικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την σύγκριση Αμερικής και Βενεζουέλας. Με αυτόν τον τρόπο, αρχίζει να αποκτά κανείς μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, απαλλαγμένη από τις μιντιακές και πολιτικές διαστρεβλώσεις, σχετικά με την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε κατά την Βολιβιανή Επανάσταση ενώ η κατάσταση για τις φτωχά λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη στις ΗΠΑ συνεχίζει να επιδεινώνεται.

Τι είναι φτώχεια;

Πριν καταλήξει κανείς σε οριστικά συμπεράσματα γύρω από την φτώχεια στις ΗΠΑ και στην Βενεζουέλα, είναι σημαντικό να προσδιοριστεί καταρχάς ο διαφορετικός τρόπος μέτρησης της φτώχειας στις δυο χώρες. Όσον αφορά στις ΗΠΑ, η φτώχεια μετράται καθαρά και μόνο με βάση το οικογενειακό εισόδημα, διατηρώντας ένα περιθώριο, γνωστό ως «όριο της φτώχειας», το οποίο προσδιορίζεται από την Υπηρεσία Πληθυσμιακής Απογραφής. Η μέτρηση αυτή, η οποία βασίζεται καθαρά σε μια αυθαίρετη απεικόνιση της φτώχειας και της «μη-φτώχειας», είναι εκείνη που χρησιμοποιείται από πολλούς για να προσδιορίσει την κατάσταση της φτώχειας στις ΗΠΑ. Όπως θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο, αυτό το σύστημα ανάλυσης της φτώχειας αγνοεί το προφανές γεγονός, της μικρής, απτής διαφοράς μεταξύ της ζωής εκείνων που ζουν λίγο πιο πάνω και λίγο πιο κάτω από το όριο της φτώχειας, που συνίσταται στο ότι και οι δυο ζουν σε μια διαρκή κατάσταση στέρησης. Επιπλέον, καθώς η αύξηση του πληθωρισμού, η μείωση των μισθών και άλλοι παράγοντες συνεχίζουν να επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη και την πραγματική ζωή των φτωχών στρωμάτων, τα όρια της φτώχειας γίνονται ακόμα πιο προβληματικά.

Αντιθέτως, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας έχει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο προσδιορισμού της φτώχειας, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται: η πρόσβαση στην εκπαίδευση, στο πόσιμο νερό, στην επαρκή στέγαση καθώς και άλλοι παράγοντες. Όπως γίνεται λοιπόν εμφανές η μέτρηση της φτώχειας στην Βενεζουέλα, δεν γίνεται με βάση το εισόδημα αλλά με βάση το επίπεδο ζωής. Υπολογίζοντας την φτώχεια με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας προβάλει μια πολύ πιο κατανοητή εικόνα της κοινωνικό- οικονομικής κατάστασης της χώρας. Είναι σημαντικό ωστόσο να σημειωθεί, ότι σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι στατιστικές για την φτώχεια στην Βενεζουέλα αποτελούν έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κυβερνητικής πολιτικής. Ενώ στις ΗΠΑ, η φτώχεια αποτελεί μια βρώμικη λέξη ( όπως αποδεικνύει η παντελής απουσία του θέματος από τις περσινές Προεδρικές τηλεοπτικές αναμετρήσεις), για τον Τσάβεζ και την Βολιβιανή Επανάσταση αποτελεί το επίκεντρο κάθε πτυχής της δημόσιας πολιτικής.

Τι δείχνουν οι αριθμοί

Εξετάζοντας κανείς τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνονται στην Υπηρεσία Πληθυσμιακής Απογραφής των ΗΠΑ, βλέπει να ανακύπτουν πολλά ανησυχητικά ζητήματα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειωθεί ότι το 2012, το όριο της φτώχειας για μια μέση τετραμελή οικογένεια, αντιστοιχούσε σε μικτό ακαθάριστο εισόδημα 23,050 δολαρίων. Σημειώστε ότι ο δείκτης αυτός αντλείται από το ακαθάριστο εισόδημα σε αντίθεση με το καθαρό εισόδημα, οπότε δεν αντανακλά καν την σοβαρότητα της κατάστασης που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες αυτές. Όποιος έχει έστω και μια στοιχειώδη αντίληψη του κόστους ζωής στις ΗΠΑ μπορεί να συμπεράνει αυτομάτως ότι το «όριο της φτώχειας» στις ΗΠΑ δεν είναι παρά ένα σκληρό αστείο. Το εισοδηματικό αυτό επίπεδο ισοδυναμεί με εξαθλίωση, με παντελή αδυναμία κάλυψης των βασικών, ανθρώπινων, βιοτικών αναγκών. Με αυτή την έννοια, δεν μιλάμε για «τους φτωχούς» , αλλά για εκείνους που βρίσκονται στο κατώφλι του θανάτου και αντιμετωπίζουν προβλήματα, όπως ο υποσιτισμός, οι σοβαρές ασθένειες που είναι θεραπευτικά αντιμετωπίσιμες και αναρίθμητοι άλλοι παράγοντες που στέκονται εμπόδιο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μέσο οικογενειακό εισόδημα ( για όλες τις οικογένειες, και όχι απλώς για τις φτωχιές) συνεχίζει να μειώνεται δραματικά, σημειώνοντας πτώση της τάξης του 8.1% από το 2007. Έτσι, γίνεται εμφανές ότι, η φτώχεια όχι μόνο εξαπλώνεται αλλά αυξάνεται.

Η Καλιφόρνια, η οποία θεωρείτο από χρόνια μια από τις πιο οικονομικά ευημερούσες πόλεις των ΗΠΑ, δεν φημίζεται σήμερα μόνο για την Silicon Valley και τις πανέμορφες ακτές της αλλά δυστυχώς και για τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με την  Συμπληρωματική Μέτρηση της Φτώχειας από την Υπηρεσία Πληθυσμιακής Απογραφής, το ποσοστό της φτώχειας στην Καλιφόρνια βρίσκεται στο 23.5%, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πρακτικά δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ένταξης σε αυτό το ποσοστό της φτώχειας αλλά σε μεγάλο βαθμό βρίσκονται σε οριακό σημείο, αποδεικνύοντας ότι η φτώχεια παίρνει μορφή επιδημίας στην πολιτεία της Καλιφόρνια. Όπως εξηγεί ο οικονομολόγος Timothy Smeeding, από το Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν στο Μάντισον «Συνολικά το δίχτυ ασφαλείας συντηρεί πολλούς ανθρώπους, ενώ στην Καλιφόρνια δίνεται μεγαλύτερος αγώνας για επιβίωση λόγω του, ότι δύσκολα πληροί κανείς τις προϋποθέσεις ώστε να εξασφαλίσει κουπόνια σίτισης και άλλα οφέλη.» Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι, στην πιο πυκνοκατοικημένη και σημαντική από οικονομικής άποψης πολιτεία των ΗΠΑ, η κατάσταση της φτώχειας γίνεται όλο και πιο ολέθρια καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαρτώνται από τα προγράμματα σίτισης της κυβέρνησης απλώς και μόνο για να επιβιώσουν. Όλα αυτά βρίσκονται φυσικά στον αντίποδα της παρασκηνιακής λιτότητας ή της λεγόμενης «μεταρρύθμισης των δικαιωμάτων» της οποίας υπεραμύνονται τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί, η οποία θα μπορούσε να περικόψει τα προγράμματα αυτά την ίδια στιγμή που γίνονται ολοένα και πιο σημαντικά για την επιβίωση εκατομμυρίων Αμερικανών.

Το εισόδημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό μόνο ως δείκτης του επιπέδου της φτώχειας και της οικονομίας. Πραγματικά, υπάρχουν πολλοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης στην σωστή διατροφή, που είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα παιδιά που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ένωσης Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης, τουλάχιστον 18 εκατομμύρια νοικοκυριά στις ΗΠΑ, βρίσκονταν σε συνθήκες  επισιτιστικής ανασφάλειας από το 2011. Αυτή δεν είναι ούτε καν η κορυφή του παγόβουνου, αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν εκατομμύρια νοικοκυριά που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία αλλά δεν έχουν πρόσβαση σε υψηλής διατροφικής αξίας τρόφιμα και ακόμα περισσότερες οικογένειες που δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα επισιτιστικής ανασφάλειας χάρη σε κυβερνητικά προγράμματα , όπως το Πρόγραμμα Βοήθειας Συμπληρωματικής Διατροφής (SNAP), που αντικατέστησε τα κουπόνια για το φαγητό. Η έλλειψη πρόσβασης σε τρόφιμα υψηλής θρεπτικής αξίας είναι χαρακτηριστική των φτωχών, αστικών περιοχών, όπου κυρίως οι έγχρωμοι κυρίως αγωνίζονται να ταΐσουν τα παιδιά τους με άλλη τροφή εκτός του γρήγορου φαγητού ή του φαγητού χαμηλής θρεπτικής αξίας που μπορεί να προμηθευτεί κανείς από το γωνιακό μαγαζί.

Αυτό που γίνεται εμφανές ακόμα και με μια πρόχειρη εξέταση αυτών των πληροφοριών είναι ότι η επισιτιστική ανασφάλεια και η φτώχεια δεν αποτελούν απλά δείκτες της οικονομικής δυσπραγίας αλλά ταξικής κατηγορίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες φιλοξενούν μια συνεχώς διευρυνόμενη, κατώτερη κοινωνική τάξη, στους κόλπους της οποίας εντάσσονται ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι και λευκοί άνθρωποι, αλλά μαστίζει κυρίως τις έγχρωμες κοινότητες. Σε κάθε μεγάλη πόλη και ολοένα περισσότερο στα πρώην εύπορα λευκά προάστια, η φτώχεια αποτελεί μια πραγματικότητα που κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία της. Μια πραγματικότητα που παραμένει κρυμμένη , την ώρα που οι Αμερικανοί εξακολουθούν να αυταπατώνται περιμένοντας την «οικονομική ανάκαμψη».

Το Μοντέλο της Βενεζουέλας

Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Βενεζουέλα συνεχίζει τις μεγάλες προόδους στον τομέα της εξάλειψης της φτώχειας ενός λαού , που για δεκαετίες υπήρξε ένας από τους πιο φτωχότερους, υπό εκμετάλλευση λαούς της Αμερικής. Παρά τον τεράστιο πετρελαϊκό πλούτο και τους άφθονους πόρους, η Βενεζουέλα μαστίζεται από ακραία φτώχεια, ειδικά ανάμεσα στους γηγενής και αγροτικούς πληθυσμούς. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του αποικιοκρατικού και μετά-αποικιοκρατικού συστήματος, όπου μια μικρή, ανοιχτόχρωμη ελίτ κυριαρχούσε στην χώρα και κρατούσε τους υπόλοιπους ανθρώπους στην απόλυτη φτώχεια. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με την άνοδο του Τσάβες και της Βολιβιανής Επανάστασης. Ο Τσάβες , ο οποίος ήταν ήδη ήρωας στα μάτια των φτωχών Βολιβιανών, άρχισε αμέσως να εφαρμόζει το σοσιαλιστικό μοντέλο στο επίκεντρο του οποίου θα βρισκόταν ο αγώνας εναντίον της φτώχειας. Και αυτό ακριβώς συνέβη μέσα στα δεκατέσσερα χρόνια διακυβέρνησης αφότου ανέλαβε την εξουσία.

Όπως αναφέρθηκε και πρωτύτερα, η Βενεζουέλα χρησιμοποιεί ένα περιεκτικό σύνολο κριτηρίων για την μέτρηση της φτώχειας, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης, της πρόσβασης σε καθαρό, πόσιμο νερό, της επαρκούς στέγασης, των νοικοκυριών, όπου περισσότερα από τρία άτομα μένουν στο ίδιο δωμάτιο και των νοικοκυριών, όπου ο νοικοκύρης είχε συμπληρώσει λιγότερο και από τρία χρόνια εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα των στατιστικών που έχουν πραγματοποιηθεί με βάση την ρουμπρίκα αξιολόγησης, που είναι γνωστή ως  Σύστημα Ανικανοποίητων Βασικών Αναγκών (Unsatisfied Basic Needs system – NBI),  είναι ενδιαφέροντα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο αριθμός των πολιτών της Βενεζουέλας που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας (εκείνοι δηλαδή που διαβιούν μέσα σε συνθήκες που συγκεντρώνουν δυο από τους πέντε δείκτες της φτώχειας)  έχει μειωθεί από το 11.36% στο 6.9%, περίπου δηλαδή κατά το ήμισυ. Την ίδια στιγμή, το προσδόκιμο ζωής και το σύνολο του πληθυσμού έχουν αυξηθεί σημαντικά, επιβεβαιώνοντας την θετική επίδραση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο αφορά στους ιθαγενείς, μια πληθυσμιακή ομάδα που έχει αντιμετωπίσει ιστορικά την περιθωριοποίηση. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο αριθμός τους έχει γνωρίσει επίσης σημαντική αύξηση όπως και η πρόσβαση σε αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες και μάλιστα ανάμεσα στα παραδοσιακά περιθωριοποιημένα στοιχεία του πληθυσμού.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ένα από τα σημεία, όπου επικεντρώνονται τα προγράμματα ενάντια στην φτώχεια της Βολιβιανής κυβέρνησης του Τσάβες, είναι η εκθετική αύξηση στον τομέα των κατασκευών μέσω της δημόσιας στέγασης και των προσιτών μονάδων. Ο Πρόεδρος Τσάβες ανακοίνωσε το 2011 την Μεγάλη Αποστολή Στέγασης ( Great Housing Mission – GMVV) για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας, πού τόσες οικογένειες στην Βενεζουέλα έχουν αντιμετωπίσει κατά την διάρκεια της ζωής τους μέσα σε ακατάλληλα ή μη-ασφαλή σπίτια. Από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως σήμερα έχουν κατασκευαστεί περισσότερα από 250.000 σπίτια, τα οποία έχουν δοθεί σε φτωχιές οικογένειες της Βενεζουέλας. Ο αριθμός αυτός αναμένεται σίγουρα να αυξηθεί από την επόμενη χρονιά καθώς το πρόγραμμα συνεχίζει να επεκτείνεται δίνοντας όλο και περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης και ανάπτυξης.

Εν μέσω μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση του Τσάβες συνεχίζει να επεκτείνει την χρηματοδότηση προγραμμάτων εναντίον της φτώχειας, μέσω της στέγασης και του συστήματος υγείας, ενώ ο αποκαλούμενος αναπτυγμένος κόσμος συνεχίζει να ζει στην υστερία της λιτότητας. Η Βολιβιανή Επανάσταση έθεσε ως στόχο την μείωση και οριστική εξάλειψη της φτώχειας σε μια χώρα, όπου η φτώχεια έμοιαζε να αποτελεί ιστορική παράδοση και αθεράπευτη πραγματικότητα. Η μετά- αποικιοκρατική εποχή της ιστορίας της Βενεζουέλας χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κυριαρχία και την καταπίεση των Ηνωμένων Πολιτειών και την υποταγή στις πολυεθνικές εταιρίες, ενώ τα φτωχά , εργατικά στρώματα ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Η δέσμευση του Τσάβεζ για την αναστροφή της κακής αυτής παράδοσης, είναι εκείνη, που περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, εδραίωσε το ιδεολογικό του κληροδότημα στην συνείδηση των πολιτών της Βενεζουέλας.

Αντιθέτως, οι προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης προσπαθούν απελπισμένα να διατηρήσουν την ηγεμονία τους και την οικονομική τους επιβίωση, μέσω προγραμμάτων λιτότητας, που μετακυλούν το βάρος της οικονομικής κρίσης από τους πλούσιους χρηματοοικονομικούς συμβούλους και τους κερδοσκόπους που την δημιούργησαν στα φτωχά, εργατικά στρώματα, που πρέπει να πληρώσουν για αυτή. Οι δρακόντειες περικοπές σε απαραίτητες κοινωνικές παροχές, από τις οποίες εξαρτάται η επιβίωση εκατομμυρίων Αμερικανών, συμβάλουν στην περαιτέρω επεξήγηση του φαινομένου. Αντίθετα με την Βενεζουέλα, οι Δυτικές, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθούν να καταστρέψουν το πλέγμα κοινωνικής ασφάλειας και οδηγούν τους πληθυσμούς τους σε περαιτέρω ένδεια και απελπισία. Αυτή είναι , με άλλα λόγια, η κρίση του προχωρημένου, μετά – βιομηχανικού καπιταλισμού – ενός συστήματος που πρέπει να εξαπλώσει την διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών, να δημιουργήσει συνθήκες ακραίου πλούτου και φτώχειας και γενικά να διαιωνίσει την ύπαρξή του μέσα από την μιζέρια και την φτώχεια των κατώτερων τάξεων. Από αυτή την άποψη, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, ο Πρόεδρος Ομπάμα και ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου , Boehner, είναι εξίσου ένοχοι για την τεράστια δυστυχία και απόγνωση των φτωχών στις ΗΠΑ, και ίσως θα ήταν καλό να παραδειγματιστούν από το μοντέλο της Βενεζουέλας και της Βολιβιανής Επανάστασης,  ως κάτι που αποτελεί ένα πραγματικά προοδευτικό όραμα για το μέλλον.